- σκάλα
- I
(Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το ιστορικό παρελθόν, όσο και για την ποιότητα των καλλιτεχνικών του παραστάσεων, θεωρείται ως το σπουδαιότερο λυρικό θέατρο του κόσμου. Εγκαινιάστηκε το 1778 με το έργο του Σαλιέρι Η αναγνώριση του Έκτορα και ήταν το πρώτο θέατρο του κόσμου που το 1883 ηλεκτροφωτίστηκε. Το θέατρο της Σ. απαλλάχτηκε γρήγορα από την επιρροή του βασιλιά της Λομβαρδίας-Βενετίας και μετατράπηκε σε εστία των εθνι-κοαπελευθερωτικών κινημάτων. Κατά καιρούς λάμπρυναν το περίφημο αυτό θέατρο μεγάλοι συνθέτες όπως οι Ροσίνι, Ντονιζέτι και Βέρντι. Μετά την ενοποίηση της Ιταλίας, η Σ. παράμεινε το σημαντικότερο κέντρο της θεατρικής ζωής, σε βάρος της Ρώμης. Στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο καταστράφηκε από βομβαρδισμούς (1945) αλλ’ ανοικοδομήθηκε μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. Για μεγάλο χρονικό διάστημα διευθυντής της Σ. ήταν ο Τοσκανίνι.II
Το νεοκλασικού ρυθμού κτίριο της Σκάλας του Μιλάνου: έργο του αρχιτέκτονα Γκ. Πιερμάρίνι.
Όνομα εννέα οικισμών.1. Ημιορεινός οικισμός (517 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Βρίσκεται στα νότια της επαρχίας και στα βόρεια της Ναυπάκτου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (8 τ. χλμ., 517 κάτ.).2. Παράλιος οικισμός (115 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Πολιχνίτου.3. Παράλιος οικισμός (227 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Αίγινας, του νομού Πειραιώς. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγκιστριού και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού Αγκίστρι.4. Ημιορεινός οικισμός (293 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 519 κάτ.), στην οποία υπάγεται και ο οικισμός Σταθμός (226 κάτ., υψόμ. 90).5. Παράλιος οικισμός (448 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ., 563 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Ρατζακλί (67 κάτ., υψόμ. 100 μ.), Σπαθί (31 κάτ., υψόμ. 340 μ.) και Αλειμματάς (17 κάτ., υψόμ. 200 μ.). Στην περιοχή έχουν ανακαλυφθεί ρωμαϊκά λουτρά με ψηφιδωτά και βόρεια της Σ. ίχνη αρχαίου ναού. Κοντά στην ακτή υπάρχει το σπήλαιο του Σάκκου, μέσα στο οποίο βρέθηκαν εργαλεία της λίθινης εποχής.6. Παράλιος οικισμός (112 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Λοκρίδας, του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αταλάντης.7. Ημιορεινός οικισμός (6 κάτ., υψόμ. 490 μ.), στην επαρχία Τρικάλων, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιοπράσου.8. Παράλιος οικισμός (1442κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Καλύμνου του νομού Δωδεκανήσου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια της Πάτμου, στης οποίας το δήμο υπάγεται.9. Πεδινός οικισμός (3181 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (34 τ. χλμ., 3291 κάτ.) και βρίσκεται ΝΑ της Σπάρτης.* * *η, ΝΑ, και πιθ. τ. σκάλη Α1. κλίμακα («κάν' τα τα μαλλιά σου, κάν' τα, κάν' τα σκάλα ν' ανεβώ», δημ. τραγούδι)2. ο εξαρτημένος από τη σέλα μεταλλικός κρίκος, όπου πατούν οι ιππείς για να ανέβουν στο άλογο και στηρίζουν τα πόδια τους κατά τη διάρκεια τής ιππασίας, αναβατήρας, αναβολέας («χάνει τσι σκάλες και τσι δυο το χαλινάρ' αφήκε», Ερωτόκρ.)νεοελλ.1. καθετί που μοιάζει με βαθμίδα κλίμακας («έχει σκάλες τα μαλλιά του» — τά έχει κατσαρά)2. βαθμίδα κλίμακας, σκαλί3. η μουσική κλίμακα4. φυσικός ή τεχνητός παραθαλάσσιος τόπος όπου αγκυροβολούν τα πλοία, λιμάνι, όρμος5. στάθμευση πλοίου σε λιμάνι που βρίσκεται μεταξύ τού λιμένα αναχώρησης και τού λιμένα τελικού προορισμού6. αποβάθρα7. καθεμιά από τις θέσεις στις οποίες σταματά ο επικρουστήρας, ο μοχλός τού όπλου που πυροδοτεί τα βλήματα8. μτφ. διαβάθμιση («τα φώτα τού αυτοκινήτου έχουν τρεις σκάλες»)9. φρ. α) «Σκάλα τού Μιλάνου» — ένα από τα μεγαλύτερα και περιφημότερα λυρικά θέατρα τού κόσμου που βρίσκεται στο Μιλάνο τής Ιταλίαςβ) μτφ. «τόν περνάει πολλές σκάλες» — είναι πολύ ανώτερος ή ικανότερός του.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scala «κλίμακα» (< scando «ανεβαίνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.